Σμαρώ Θ. Μανούδη

Χριστούγεννα στη χώρα του χιονιού ή Το παιχνίδι των αγγέλων

Γ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΜΑΡΩ ΜΑΝΟΥΔΗ

«ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΧΙΟΝΙΟΥ
ή
ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ

 

 

Γραφή Έργου: Χριστούγεννα 2000, Λυκαβηττός – Αύγουστος 2016, Κομοτηνή

Μια χρονιά χωρίς Χριστούγεννα

Πριν από χίλια χιονισμένα χρόνια σε μια μακρινή χώρα, τη Χώρα του Χιονιού οι καμπάνες της εκκλησίας των Αγγέλων φτιαγμένες από λεπτό γυαλί και ασήμι χτυπούσαν την Πρώτη Δεκεμβρίου τρεις φορές μελωδικά για να σημάνουν τον ερχομό των Χριστουγέννων.

Τρεις μικροί άγγελοι, ο Άριελ, ο Νόελ και ο Πάελ φτερουγίζοντας χαρούμενα τραβούσαν το λεπτό σχοινί κάθε καμπάνας ανοίγοντας την αυλαία της μεγάλης γιορτής.

*

Τα φετινά Χριστούγεννα είναι γκρίζα και μελαγχολικά. Πίσω από τις μολυβένιες άκριες των σύννεφων χιλιάδες ουράνια ρολόγια έχουν ακίνητους τους δείκτες τους σε πείσμα των άγριων ανέμων που αγωνίζονται να τους σύρουν στην πανάρχαια ροή των αριθμών. Οι αριθμοί μισοσβησμένοι κι ασάλευτοι έχουν χάσει κι αυτοί την αιώνια θέση τους τυλιγμένοι σε μία μουντή ομίχλη.

Κανείς δε γνωρίζει αν και πότε θα ‘ρθουν τα Χριστούγεννα.

Οι τρεις μικροί άγγελοι αγκαλιασμένοι απαλά στην άκρη ενός σύννεφου προσπαθούν να διακρίνουν από ψηλά την Εκκλησία των Αγγέλων.

Σαν ουράνια πλάσματα μπορούν να διακρίνουν σε απόσταση αναπνοής αυτό που τους ενδιαφέρει περισσότερο από κάθε τι: τις καμπάνες της εκκλησίας.

-Είναι όλα τυλιγμένα στο χιόνι… ψιθυρίζει ο Άριελ.

-Όπως κάθε χρόνο… συνεχίζει ο Πάελ.

-Κι όμως κάτι έχει αλλάξει πολύ!

Ο Νόελ σκύβει κι απλώνει τις φτερούγες του σαν να θέλει με μιας να ξεκινήσει το μακρινό του ταξίδι. Ωστόσο διπλώνει ξανά τα χρυσά του φτερά αποκαλύπτοντας μια απρόσμενη αλλαγή.

-Οι καμπάνες, οι καμπάνες δε μπορούν να χτυπήσουν φέτος! Είναι ακίνητες πλημμυρισμένες από χιλιάδες παγωμένες πεταλούδες.

Με κάθε μας κίνηση, αλίμονο, οι πεταλούδες θα σπάσουν σε χιλιάδες κομμάτια…

-Δεν είναι απλές πεταλούδες απαντά σκεφτικά ο Άριελ.

Είναι οι σκέψεις και οι ιδέες των ανθρώπων.

-Έχουν παγώσει και φώλιασαν στις καμπάνες των Χριστουγέννων.

Η πόλη των παγωμένων παιχνιδιών

Στην άκρη της Χώρας του Χιονιού στα σύνορα με τη Χώρα της Άνοιξης οι νιφάδες του χιονιού δουλεύουν ασταμάτητα στην Πόλη των Παγωμένων Παιχνιδιών.

Είναι μια παράξενη πόλη γεμάτη από παγωμένα παιχνίδια που στέκουν ασάλευτα κάτω από το χλωμό φως του φεγγαριού ενώ οι ατελείωτες νιφάδες συνεχίζουν ακούραστα το σιωπηλό τους έργο.

Στο κέντρο της πλατείας ένα κρυστάλλινο τσίρκο γυρίζει αργά-αργά ενώ τα κάτασπρα αλογάκια του φιλοξενούν στη ράχη τους μικρές μπαλαρίνες και ακροβάτες από θαμπό μαργαριταρένιο χιόνι.

Κάτω από τα λαμπιόνια του τσίρκου ένας Πιερότος από πάγο χορεύει πολύ απαλά με μια πριγκίπισσα από την Κίνα κι ένας κρυστάλλινος κλόουν μαζεύει τα μικρά κομματάκια που έπεσαν από τη σατινένια του φορεσιά την ώρα που εκτελούσε ένα δύσκολο θεατρικό νούμερο…

Ένα χρυσαφί χριστουγεννιάτικο γουρουνάκι, τυλιγμένο, σε μια χιονοπετσέτα, περιμένει ολομόναχο, γαρνιρισμένο με γκι και βατόμουρα, σε μια μεγάλη οβάλ πιατέλα, ενώ γύρω γύρω τα μαχαιροπίρουνα από πάγο, σταυρωμένα επιδέξια ετοιμάζονται ν’ αρχίσουν το σερβίρισμα σ’ ένα μακρόστενο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, φτιαγμένο ολόκληρο από λεπτές κρυστάλλινες ψηφίδες.

Στο κέντρο μια υπέροχη λευκή σουπιέρα και δώδεκα όμοια πιάτα ανυπομονούν ν’ αρχίσει το σερβίρισμα της χριστουγεννιάτικης σούπας και παράξενες μπλε και μοβ μποτίλιες κρασιού δίπλα σε ψηλόλιγνα ποτήρια που κάποτε γέμιζαν με κρασί κόκκινο σαν το ρουμπίνι.

Στην άλλη άκρη του τραπεζιού περιμένει ένα σερβίτσιο τσαγιού με δώδεκα κούπες και μια μεγαλόπρεπη τσαγιέρα κι αυτή από πάγο και μέσα σε στολισμένες πιατέλες παγωτομπισκότα, κέικ και πουτίγκες από χιόνι, γλασαρισμένα όλα με όμορφα κλαράκια από έλατο και πευκοβελόνες.

Στο κέντρο της πλατείας ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο από παγοκρυστάλλους υψώνει τις μυτερές άκριες του ψηλό, περήφανο και στητό κάτω από το σκοτεινό ουρανό ενώ για στολίδια του μια μικρή νεράιδα του δάσους έχει αφήσει ένα μεγάλο καλάθι με αγριοκάστανα, βατόμουρα και μύρτιλα σκεπασμένο με μια δαντελένια πετσέτα από πάχνη.

Στη βάση του δέντρου ένα λευκό μουσικό κουτί από συμπιεσμένο χιόνι ντυμένο με καθρέφτες ανοίγει κάθε φορά που φυσάει ένας ξαφνικός, δυνατός αέρας.

Η μελωδία του σμίγει με το βουητό του ανέμου όπως κατεβαίνει μες απ’ τα σκελετωμένα κλαδιά των δέντρων του αιωνόβιου δάσους που απλώνεται στη Χώρα του Χιονιού. Η μουσική του είναι παράξενη σμίγει με τις μυστήριες φωνές του δάσους, τους ήχους και τα κρωξίματα των άγριων πουλιών που αντέχουν στο κρύο.

Είναι η μουσική της Χώρας του Χιονιού.

Μέσα στο λευκό βελούδο το κουτί κρύβει δώδεκα μικροσκοπικούς χορευτές: δώδεκα πιγκουΐνοι ντυμένοι με επίσημο φράκο από ανάλαφρη πάχνη αρχίζουν να χορεύουν σοβαρά σχηματίζοντας ζευγάρια που ακολουθούν τη μουσική του ανέμου και το τραγούδι των πουλιών. Είναι η μουσική του Χιονιού .

Στο άκουσμά της ξεπροβάλλουν από το δάσος δύο κάτασπρα ελάφια με τα φιλντισένια τους κέρατα στολισμένα μ’ ασημένια κουδουνάκια. Χοροπηδούν ανέμελα και δίπλα ένα μικρό έλκηθρο από λεπτές παγοκολώνες στολισμένο με κόκκινες μεταξωτές φούντες κυλάει μόνο του με χάρη κάνοντας πρόβα για κάποιο μακρινό ταξίδι.

Στους δρόμους της πόλης αυτής δεν υπάρχουν σπίτια. Βλέπει κανείς μικρές και μεγάλες βιτρίνες θαμπές απ’ την ομίχλη, με όμορφες προθήκες και συρταριέρες και μέσα σ’ αυτές χιλιάδες παγωμένα παιχνίδια.

Όλο το χειμώνα οι νιφάδες του χιονιού δουλεύουν ασταμάτητα τα άψυχα παιχνίδια και η Πόλη των Παγωμένων Παιχνιδιών περιμένει το Πνεύμα των Χριστουγέννων για να τους δώσει ζωή.

Σ’ ολόκληρη την πόλη υπάρχει μόνο ένα κτίσμα που έχει φτιαχτεί στα μέτρα των ανθρώπων.

Είναι μεγάλο, γκρίζο, πέτρινο με ψηλούς τρούλους και τεράστιο, μυτερό καμπαναριό με χιλιάδες αστραφτερές καμπάνες: είναι η Εκκλησία των Αγγέλων.

Στην έξοδό της, πέρα από τα τελευταία λευκά μονοπάτια της Πόλης, απλώνεται μια μεγάλη λίμνη, σαν απέραντο παγοδρόμιο, γαλάζια και θαμπή κάτω απ’ το φως των αστεριών, σκοτεινή και μυστήρια τις άγριες χειμωνιάτικες νύχτες.

Η επιφάνεια της λίμνης είναι άδεια, σιωπηλή και τρέμει ελαφρά μόνον όταν περνούν τα σύννεφα με τις αγριόχηνες που πετούν ταξιδεύοντας κάθε χρόνο στις Χώρες του Νοτιά.

Ο χορός με τις αγριόχηνες

Μέσα στης νύχτας τη σιωπή

ακούγονται φτερά

είναι πουλιά που ταξιδεύουνε αιώνια

μα τώρα ξαναγύρισαν στης λίμνης τη σκιά

και μιαν ελπίδα αναζητούνε μες στα χιόνια.

Φεύγουν και επιστρέφουν τα ταξιδιάρικα

πουλιά, που αναζητούνε τη χαρά τους

σε στέπες μακρινές θα ξαποστάσουνε

μέχρι να φτάσουν στα χαμένα όνειρά τους.

Μέσ’ απ’ τις γόνδολες περνούν

και σκύβουν απαλά

κι αναζητούνε κάποιες μάσκες ξεχασμένες

που κάποτε ήταν πρόσωπα με τέλεια ομορφιά

και τώρα στέκουν και κοιτούνε παγωμένες.

Φεύγουν και επιστρέφουν τα διαβατάρικα

πουλιά που κυνηγούνε τους χειμώνες

μα φέγγουν σαν αστέρια στον ορίζοντα

και σαν κατάλευκες ουράνιες ανεμώνες.

Σταματήστε, σταματήστε ακούγεται ένας ψίθυρος από τα σπλάχνα της λίμνης.

Όμως οι αγριόχηνες αποφεύγουν να σταθούν.

Σκαλώνουν για λίγο στις γόνδολες με τα πολύχρωμα φωτάκια στην άκρη της λίμνης και περιεργάζονται τις παγωμένες βενετσιάνικες μάσκες που ανεμίζουν ήσυχα από τα φανάρια και τις σκεπές.

Πριν ξεκινήσουν τινάζουν τα πουπουλένια τους φτερά, παίρνουν ανάσα για το μακρινό τους ταξίδι και αποχαιρετούν την πόλη, μ’ ένα δικό τους τραγούδι που γεννήθηκε μέσ’ απ’ τα χρόνια και ακούγεται πια απ’ όπου κι αν περάσουν, σ’ όλα τα τοπία που θα διασχίσουν κι ακούγεται ως την αιώνια γραμμή του χιονιού.

Το τραγούδι των παγωμένων παιχνιδιών

Απ’ το χιόνι και τον χρόνο ξεχασμένα

μες στης πόλης τις αμέτρητες στοές

τα παιχνίδια σιωπηλά και σαστισμένα

περιμένουν των Αγγέλων τις φωνές.

Σε βιτρίνες σκοτεινές και θαμπωμένες

ξεθωριάζουν μ’ ένα πόθο μυστικό

στον ουράνιο το θόλο πως προσμένουν

να χτυπήσει το ρολόι το χρυσό…

Ποιος της νύχτας την αλήθεια θα φωτίσει

ποιος θα δώσει στα παιχνίδια τη ζωή

ποιος του χρόνου την ανέμη θα γυρίσει

για να ηχήσει των Αγγέλων η φωνή…

Ποιος της νύχτας την αλήθεια θα φωτίσει

αγριόχηνες και κύκνοι του βορρά

του χειμώνα τα πουλιά έχουν τη λύση

κεντημένη στα χρυσά τους τα φτερά…

 

Σιωπηλές καμπάνες

Οι τρεις άγγελοι κατέβηκαν στην Πόλη των Παγωμένων Παιχνιδιών, όπως κάθε χρόνο την πρώτη μέρα του Δεκεμβρίου.

Ήταν μια δύσκολη στιγμή γι’ αυτούς όταν στάθηκαν ανήσυχοι στην κορυφή του ψηλού καμπαναριού κυματίζοντας απαλά τις φτερούγες τους σαν να προσπαθούσαν να ρίξουν λίγο απ’ το χρυσάφι τους στην σκοτεινή πόλη. Όλα ήταν ίδια, ασάλευτα και σιωπηλά σαν φανταστικό σκηνικό μιας παράστασης που την αυλαία της αλίμονο δεν μπορούσαν να σηκώσουν.

Οι αστραφτερές καμπάνες με τα λεπτά σχοινιά που άλλοτε χτυπούσαν ανέμελα και χαρούμενα ακόμη και με την πιο απλή τους ανάσα έστεκαν τώρα ακίνητες σα να σήκωναν ένα τεράστιο βάρος. Ωστόσο ήταν πλημμυρισμένες από χιλιάδες μικρές και μεγάλες χλομές πεταλούδες.

Πεταλούδες λευκές με κρυσταλλιασμένα φτερά κι άλλες στη σειρά σε μια ατελείωτη γκριζωπή δαντέλα, με γερμένα κεφάλια, κλειστά μάτια, ακίνητες σαν ένα τεράστιο δίχτυ που άπλωνε τη θανατερή του σκιά μέσα στο ψηλό, πέτρινο καμπαναριό.

Πάνω στο απάτητο χιόνι στην είσοδο της Εκκλησίας των Αγγέλων, κάτω από τους φανοστάτες, οι άγγελοι διέκριναν σπασμένα φτερά, που ναι, κάποτε θα ήταν πολύχρωμα και διάφανα και τώρα δεν ήταν παρά θλιβερά απομεινάρια ενός υπέροχου σύννεφου που στ’ αλήθεια θάμπωνε με την ομορφιά του όταν στόλιζε τη Χώρα της Άνοιξης…

Οι τρεις άγγελοι έστεκαν ακίνητοι κρατώντας χαμηλά τις χρυσές τους τρομπέτες.

Η παραμικρή πνοή τους μπορούσε να μετακινήσει τα λεπτά σχοινιά και να δώσει το σήμα για ν’ αρχίσουν να χτυπούν δυνατά οι καμπάνες.

Οι πεταλούδες έστεκαν ασάλευτες… σχεδόν άψυχες…

Ήταν αμέτρητες…

Ήταν οι πεταλούδες των ιδεών, οι πεταλούδες των σκέψεων, οι πεταλούδες της χαράς, οι πεταλούδες της λύπης, οι πεταλούδες της συμπόνιας, οι πεταλούδες της λησμονιάς, οι πεταλούδες της συγγνώμης, οι πεταλούδες της αγάπης, οι πεταλούδες της καλοσύνης, οι πεταλούδες των ονείρων… Σαν παράξενες, άσαρκες ψυχές φώλιαζαν η μία δίπλα στην άλλη σχηματίζοντας μέσα σε κάθε καμπάνα ένα θαμπό σύννεφο, έτοιμο ν’ ακολουθήσει το φύσημα του αγέρα.

Οι μέρες άρχισαν να κυλούν αργά…

Το μεγάλο πέτρινο ρολόι πάνω από την βαριά, σκαλιστή πόρτα της Εκκλησίας των Αγγέλων μετρούσε θλιμμένα τις ώρες που γεννιούνταν και πέθαιναν μες στη σιωπή.

Ο άνεμος που άλλοτε σφύριζε αγριεμένος προσπαθώντας να σκεπάσει με το τραγούδι του τον ήχο απ’ τις καμπάνες, κούρνιαζε φοβισμένα μέσα στις ρίζες των σκελετωμένων δέντρων του δάσους.

Τα παιχνίδια έστεκαν όπως πάντα ασάλευτα.

Μόνον η λίμνη τρέμιζε αναστενάζοντας και το βαθύ μαύρο νερό της αναδευόταν σε βαριά κύματα προσπαθώντας να σπάσει τη λεπτή κρούστα του πάγου.

Ύστερα πάλι σιωπή…

Έπειτα από είκοσι τέσσερις μέρες όλα τα ρολόγια του ουρανού είχαν πια γείρει μέσα στα σύννεφα και οι αριθμοί τους σαν λεπτά, γυάλινα ξέφτια άρχισαν να γλιστρούν σε κομμάτια κάτω στη γη.

Οι δείκτες έστριψαν απότομα και τινάχτηκαν μέσα σε μια βροχή από γαλαξίες που ταξίδευαν στο άπειρο.

Δεν υπήρχε χρόνος.

Δεν υπήρχαν Χριστούγεννα.

Ο Άριελ, ο Πάελ και ο Νόελ στέκονταν ακόμη όρθιοι στην άκρη του ψηλού καμπαναριού της Εκκλησίας.

Το χιόνι είχε σκεπάσει τελείως τα χρυσά τους φτερά κι έμοιαζαν με τρεις λευκές κουκίδες έτοιμες να στροβιλιστούν μαζί με τις χιλιάδες νιφάδες χιονιού.

Δεν είχαν παγώσει μόνον τα φτερά τους.

Η θλίψη επίσης τούς είχε παγώσει την ψυχή.

Ήταν η πρώτη φορά που δεν είχαν μπορέσει να χτυπήσουν τις καμπάνες.

Η πρώτη φορά που δεν θα έτρεχαν χαρούμενοι να χαιρετήσουν και να υποδεχτούν τη Νύχτα των Χριστουγέννων που άκουγε από μακριά τις γλυκύτατες φωνές τους και σταματούσε πάνω από την Πόλη των Παγωμένων Παιχνιδιών για να δώσει ζωή στα άψυχα παιχνίδια.

Ήταν η πρώτη φορά που το Πνεύμα των Χριστουγέννων ήταν μακριά, τόσο μακριά από τη Χώρα του Χιονιού.

Κι άρχισαν να κλαίνε.

Τα δάκρυά τους άρχισαν να πέφτουν αργά-αργά και να κυλούν στις καμπάνες, να κυλούν στους ψηλούς, πέτρινους τοίχους της Εκκλησίας, να γλιστρούν πάνω στο λευκό στρώμα χιονιού, πάνω στο πλατύσκαλο και τη βαριά, σκαλιστή πόρτα.

Για πρώτη φορά στην αιώνια ζωή τους οι άγγελοι έκλαιγαν όπως κλαίνε τα ανθρώπινα πλάσματα που έβλεπαν από ψηλά.

Τα δάκρυά τους κύλησαν μέσα στις καμπάνες.

Ήταν η ώρα που σε όλες τις πόλεις του κόσμου μικρές και μεγάλες τα ανθρώπινα πλάσματα στρέφουν τα μάτια της ψυχής τους στον ουρανό.

Και τότε μέσα στο ασάλευτο τοπίο ακούστηκαν απαλά φτερουγίσματα.

Δεν ήταν όνειρο Χριστουγέννων…

Οι πεταλούδες σάλευαν ανεπαίσθητα, αργά-αργά στην αρχή, τινάζοντας τα φτερά τους που ζωντάνευαν απαλά, αφήνοντας πίσω την παγερή χλομάδα του θανάτου, παίρνοντας χρώματα μαβιά, γαλάζια, μενεξελιά και σαν ένα τεράστιο σύννεφο άρχισαν να βγαίνουν απ’ τις καμπάνες φτερουγίζοντας τρελά γύρω από την Εκκλησία των Αγγέλων.

Και το ψιθύρισμά τους γινόταν ολοένα και πιο δυνατό σαν τραγούδι που οδηγούσε τα υπέροχα φτερά τους σε μαγικές, χορευτικές κινήσεις σαν ένα φανταστικό μπαλέτο μέσα στο χιόνι.

Ο χορός με τις πεταλούδες

Δεν είναι μύθος, δεν είναι όνειρο, δεν είναι πόνος

γιατί σταμάτησε και κάπου σκάλωσε για μας ο χρόνος˙

δεν ήρθε η Άνοιξη με χίλια χρώματα να μας στολίσει

με χίλια αρώματα όλα τα μύρα της να μας χαρίσει.

Κι αν κάπου αλλάξαμε, κι αν κάτι χάσαμε, ποιος να το ξέρει

της Άγιας Νύχτας που όλοι προσμένουμε το Χρυσαστέρι

αν τη φωνή μας κι όλους τους πόθους μας αναγνωρίσει

η Ανατολή του μ’ όλα τα μάγια της θα μας φωτίσει…

(συνεχίζεται…)

 

Κείμενο-Στίχοι-Μουσική: Σμάρα Μανούδη

Μουσική απόδοση: Λώρα Βοβώνη

Σημείωση: Το έργο απευθύνεται σε παιδιά προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας.

Παραχωρείται με γραπτή άδεια της συγγραφέως.


Βρίσκεστε εδώ: Home ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - ΘΕΑΤΡΟ Χριστούγεννα στη χώρα του χιονιού ή Το παιχνίδι των αγγέλων Χριστούγεννα στη χώρα του χιονιού ή Το παιχνίδι των αγγέλων